αρτύσιμος

αρτύσιμος
-η, -ο
αυτός που δεν είναι νηστίσιμος, φαγητό πασχαλινό (κρέας, αβγά, τυρί κτλ.): Αυτά που τρώτε είναι όλα αρτύσιμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νηστίσιμος — η, ο φαγητό που επιτρέπεται να τρώει κανείς κατά την εκκλησιαστική νηστεία (αντίθ. αρτύσιμος και αρτυμένος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”